Δείτε επίσης: Assomption

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

assomption < λατινική assumptio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
assomption assomptions

assomption (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) η θαυματουργική μεταφορά της Θεοτόκου στον ουρανό μέσω μιας νεφέλης
    → δείτε τη λέξη Assomption
  2. το αποτέλεσμα του να αναλάβει κάποιος κάποια εργασία, κάποια υποχρέωση
  3. η δεύτερη πρόταση ενός συλλογισμού
    → δείτε τη λέξη hypothèse

Συγγενικά επεξεργασία