Ετυμολογία

επεξεργασία
assassinate < assassin + -ate

assassinate (en)

  1. δολοφονώ κάποιον, ειδικά ένα σημαντικό πρόσωπο για ιδεολογικούς ή πολιτικούς λόγους
  2. (μεταφορικά) βλάπτω, καταστρέφω, δυσφημώ κάποιον

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία