Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ascensionner
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ascensionner
<
ascension
Ρήμα
επεξεργασία
ascensionner
(fr)
(
σπάνιο
)
(
αμετάβατο
)
ανεβαίνω
σε
βουνό
(
αμετάβατο
)
αυξάνομαι
γρήγορα
(
μεταβατικό
)
ανεβαίνω
σε κάτι