ascensionnel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ascensionnel | ascensionnels |
θηλυκό | ascensionnelle | ascensionnelles |
Επίθετο επεξεργασία
ascensionnel (fr)
- που τείνει να ανυψωθεί
- ανυψωτικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ascension