Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

arterial (en)

  1. αρτηριακός (σχετικός με τις αρτηρίες του αίματος)
  2. σχετικός με τις κυκλοφοριακές αρτηρίες