arrière-faix
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arrière-faix | arrière-faix |
arrière-faix (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο πλακούντας όταν βγαίνει από τη μήτρα μετά το έμβρυο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arrière-faix | arrière-faix |
arrière-faix (fr) αρσενικό