Ετυμολογία 1

επεξεργασία
aren't: συναίρεση του are + n't (not)

Συγχώνευση 1

επεξεργασία

aren't (en)

  • οποιαδήποτε χρήση του are + not
      Aren't (=Are not) they coming?
    Δεν έρχονται;
      They aren’t (=are not) coming.
    Δεν έρχονται.

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Συγχώνευση 2

επεξεργασία

aren't (en)