Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

aprila < April- + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική aprila aprilaj
αιτιατική aprilan aprilajn

aprila (eo)

  1. σχετικός με τον Απρίλιο, απριλινός, απριλιάτικος
    la aprila numero de la revuo - το νούμερο του Απριλίου του περιοδικού