apprivoisable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
apprivoisable | apprivoisables |
Επίθετο επεξεργασία
apprivoisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να εξημερωθεί, να δαμαστεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη apprivoiser