Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.pɔf.tɛɡm/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
apophtegme apophtegmes

apophtegme (fr) αρσενικό