aplatissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aplatissement | aplatissements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
aplatissement (fr) αρσενικό
- το ίσιωμα
- (μεταφορικά) η συμπίεση
ενικός | πληθυντικός |
aplatissement | aplatissements |
aplatissement (fr) αρσενικό