aparato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aparato | aparatoj |
αιτιατική | aparaton | aparatojn |
aparato (eo)
- η συσκευή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aparato | aparatoj |
αιτιατική | aparaton | aparatojn |
aparato (eo)