Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

aorist (en)

  1. που συσχετίζεται με τον αόριστο, το χρόνο του ρήματος
    the aorist stem is used in the formation of the present perfect tense

  Ουσιαστικό επεξεργασία

aorist (en)

  1. ο αόριστος