Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

antiscientifique < anti- + scientifique

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
antiscientifique antiscientifiques

antiscientifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό