ano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ano | anoj |
αιτιατική | anon | anojn |
ano (eo)
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
ano (cs)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ano | anoj |
αιτιατική | anon | anojn |
ano (eo)
ano (cs)