Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.ɡɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
anagogique anagogiques

anagogique (fr) αρσενικό ή θηλυκό