ενικός         πληθυντικός  
amorçage amorçages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

amorçage (fr) αρσενικό

  1. ξεκίνημα, αρχή
  2. η τοποθέτηση δολώματος σε πετονιά

Αντώνυμα

επεξεργασία