Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

amasmedia < amas + medi + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική amasmedia amasmediaj
αιτιατική amasmedian amasmediajn

amasmedia (eo)

  • σχετικός με τα ΜΜΕ (μαζικά μέσα επικοινωνίας)