Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
aménageable aménageables

  Επίθετο επεξεργασία

aménageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να διαρρυθμιστεί
  2. που μπορεί να προσαρμοστεί

Συγγενικά επεξεργασία