alusão
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
alusão (pt) < από το λατινικό allusĭo , -ōnis
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alusão | alusões |
Ουσιαστικό επεξεργασία
alusão (pt)
alusão (pt) < από το λατινικό allusĭo , -ōnis
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alusão | alusões |
alusão (pt)