Ετυμολογία

επεξεργασία
altigi < alt- + -ig- + -i
ρήμα altigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας altigas altiganta altigata
αόριστος altigis altiginta altigita
μέλλοντας altigos altigonta altigota
υποθετική altigus - -
προστακτική altigu - -

altigi (eo)

  1. ανυψώνω
  2. αυξάνω

Αντώνυμα

επεξεργασία