alternativa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- alternativa < alternativ + -a
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alternativa | alternativaj |
αιτιατική | alternativan | alternativajn |
alternativa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alternativa | alternativaj |
αιτιατική | alternativan | alternativajn |
alternativa (eo)