Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
allophone allophones

allophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ξενόγλωσσος

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
allophone allophones

allophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ξενόγλωσσος