all-powerful
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɔlˌpaʊ.ər.fəl/
Επίθετο επεξεργασία
all-powerful (en)
- παντοδύναμος, πανίσχυρος
- ≈ συνώνυμα: almighty, omnipotent
- the all-powerful communist dictator - ο παντοδύναμος κουμουνιστής δικτάτωρ