algarade
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- algarade < (άμεσο δάνειο) ισπανική algarada < αραβική al-ghâra
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
algarade | algarades |
algarade (fr) θηλυκό
- η προσβολή, η βρισιά
- (μεταφορικά) ο διαπληκτισμός, ο καβγάς