Ετυμολογία

επεξεργασία
algarade < (άμεσο δάνειο) ισπανική algarada < αραβική al-ghâra

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /al.ɡa.ʁad/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
algarade algarades

algarade (fr) θηλυκό

  1. η προσβολή, η βρισιά
     συνώνυμα: attaque, insulte, offense
  2. (μεταφορικά) ο διαπληκτισμός, ο καβγάς
     συνώνυμα: accrochage, altercation, dispute, incartade, querelle, scène