Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

airmanship < airman + -ship (μαρτυρείται από το 1859)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

airmanship (en)

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. airmanship, στο λεξικό Merriam-Webster