Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα agitiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας agitiĝas agitiĝanta agitiĝata
αόριστος agitiĝis agitiĝinta agitiĝita
μέλλοντας agitiĝos agitiĝonta agitiĝota
υποθετική agitiĝus - -
προστακτική agitiĝu - -

agitiĝi (eo)