aflikto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aflikto | afliktoj |
αιτιατική | aflikton | afliktojn |
aflikto (eo)
- η θλίψη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aflikto | afliktoj |
αιτιατική | aflikton | afliktojn |
aflikto (eo)