Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα afliktiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας afliktiĝas afliktiĝanta afliktiĝata
αόριστος afliktiĝis afliktiĝinta afliktiĝita
μέλλοντας afliktiĝos afliktiĝonta afliktiĝota
υποθετική afliktiĝus - -
προστακτική afliktiĝu - -

afliktiĝi (eo)