Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

affogato < affogare

  Επίθετο επεξεργασία

affogato (it)

  1. (γαστρονομία) έχει την έννοια του "πνιχτό" ή "βουτηχτό"
  2. κίνηση στο σκάκι