aerarmeo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerarmeo | aerarmeoj |
αιτιατική | aerarmeon | aerarmeojn |
aerarmeo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerarmeo | aerarmeoj |
αιτιατική | aerarmeon | aerarmeojn |
aerarmeo (eo)