adresaparato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adresaparato | adresaparatoj |
αιτιατική | adresaparaton | adresaparatojn |
adresaparato (eo)
- συσκευή που γράφει αυτόματα τις διευθύνσεις των συνδρομητών ενός περιοδικού, εφημερίδας, κ.λπ.