adoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- adoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adoro | adoroj |
αιτιατική | adoron | adorojn |
adoro (eo)
- η λατρεία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adoro | adoroj |
αιτιατική | adoron | adorojn |
adoro (eo)