adopted
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
adopted (en) (χωρίς παραθετικά)
- θετός, υιοθετημένος, που υιοθετήθηκε
- ⮡ an adopted child - θετό παιδί
- ⮡ an adopted son - θετός γιος
- ⮡ an adopted daughter - θετή κόρη
- θετός, για χώρα
- ⮡ an adopted country - θετή πατρίδα