adiabatique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
adiabatique | adiabatiques |
adiabatique (fr) θηλυκό
- (φυσική) η αδιαβατική μεταβολή
ενικός | πληθυντικός |
adiabatique | adiabatiques |
adiabatique (fr) θηλυκό