Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɔ.twaʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
accotoir accotoirs

accotoir (fr) αρσενικό