abstino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- abstino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abstino | abstinoj |
αιτιατική | abstinon | abstinojn |
abstino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abstino | abstinoj |
αιτιατική | abstinon | abstinojn |
abstino (eo)