absorpcja
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absorpcja | absorpcje |
γενική | absorpcji | absorpcji(/absorpcyj) |
δοτική | absorpcji | absorpcjom |
αιτιατική | absorpcję | absorpcje |
οργανική | absorpcją | absorpcjami |
τοπική | absorpcji | absorpcjach |
κλητική | absorpcjo | absorpcje |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabsorpcja (pl) θηλυκό
- (φυσική, χημεία, κοινά) η απορρόφηση