abrazia
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abrazia | abraziaj |
αιτιατική | abrazian | abraziajn |
abrazia (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abrazia | abraziaj |
αιτιατική | abrazian | abraziajn |
abrazia (eo)