Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.bʁe.vja.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abréviation abréviations

abréviation (fr) θηλυκό