aborcja
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aborcja | aborcje |
γενική | aborcji | aborcji(/aborcyj) |
δοτική | aborcji | aborcjom |
αιτιατική | aborcję | aborcje |
οργανική | aborcją | aborcjami |
τοπική | aborcji | aborcjach |
κλητική | aborcjo | aborcje |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaborcja (pl) θηλυκό