abomaso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abomaso | abomasoj |
αιτιατική | abomason | abomasojn |
abomaso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abomaso | abomasoj |
αιτιατική | abomason | abomasojn |
abomaso (eo)