Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.blə.ʁɛ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ableret ablerets

ableret (fr) αρσενικό