abiseno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiseno | abisenoj |
αιτιατική | abisenon | abisenojn |
abiseno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiseno | abisenoj |
αιτιατική | abisenon | abisenojn |
abiseno (eo)