Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
propósito propósitos

propósito (pt) αρσενικό

  1. η πρόθεση
  2. ο σκοπός

Εκφράσεις επεξεργασία