Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

matter of course < → δείτε τις λέξεις matter, of και course

  Έκφραση επεξεργασία

matter of course (en)

  1. λογικό ή φυσιολογικό αποτέλεσμα
  2. αναμενόμενο ή συνηθισμένο αποτέλεσμα

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συνηθισμένη χρήση: as a matter of course