Ετυμολογία

επεξεργασία
aŭgusta < Aŭgust- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική aŭgusta aŭgustaj
αιτιατική aŭgustan aŭgustajn

aŭgusta (eo)

  1. σχετικός με τον Αύγουστο, αυγουστιάτικος
    la aŭgusta numero de la revuo - το νούμερο του Αυγούστου του περιοδικού