aĉetprezo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetprezo | aĉetprezoj |
αιτιατική | aĉetprezon | aĉetprezojn |
aĉetprezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetprezo | aĉetprezoj |
αιτιατική | aĉetprezon | aĉetprezojn |
aĉetprezo (eo)