Zeitgeist
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Zeitgeist (en)
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Zeitgeist | — | |
γενική | des | Zeitgeists Zeitgeistes |
— | |
δοτική | dem | Zeitgeist Zeitgeiste |
— | |
αιτιατική | den | Zeitgeist | — |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Zeitgeist < Zeit (χρόνος) + Geist (πνεύμα), μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική genius seculi. Λέξη του 1769, που αποδίδεται στον Γερμανό φιλόσοφο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ (1744-1803).[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtsaɪ̯t.ɡaɪ̯st/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
Zeitgeist (de) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- οι ευρέως διαδεδομένες ιδέες που χαρακτηρίζουν μια γενιά ανθρώπων, τη συμπεριφορά των ατόμων σε συγκεκριμένη κοινωνία σε μια συγκεκριμένη εποχή· (κυριολεκτικά) το πνεύμα των καιρών, της εποχής
Σημειώσεις επεξεργασία
- Στο Λεξικόν γερμανοελληνικόν (Αθήνα, περ. 1905) του Ανδρέα Δαλέζιου, η λέξη αποδίδεται ως «το πνεύμα του αιώνος» (σ. 941).
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Zeitgeist στη γερμανική Βικιπαίδεια
Απόγονοι επεξεργασία
Zeitgeist (γερμανικά)
- ↷ νέα ελληνικά: τσάιτγκαϊστ
- ↷ αγγλικά: zeitgeist
- ↷ βουλγαρικά: цайтгайст (cájtgajst)
- ↷ γαλλικά: Zeitgeist
- ↷ ολλανδικά: tijdgeest
- ↷ ρωσικά: цайтгайст (cájtgajst)
- ↷ σερβοκροατικά: cajtgajst, κυριλλ. цајтгајст
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Βλ. λήμμα «Zeit», στο: Wolfgang Pfeifer (επιμ.), Etymologisches Wörterbuch des Deutschen (Μόναχο: Deutscher Taschenbuch Verlag, ²1993, ISBN 3-423-03358-4).