ZOMO
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ZOMO < Z.O.M.O. < Zmotoryzowane Odwody Milicji Obywatelskiej
Προφορά
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαZOMO (pl) αρκτικόλεξο
- (παρωχημένο) μηχανοκίνητες αστυνομικές μονάδες
ZOMO (pl) αρκτικόλεξο